υπονομευτικός

υπονομευτικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που έχει σχέση με την υπονόμευση (βλ. λ.), που αποσκοπεί σ' αυτή: Υπονομευτικές πράξεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπονομευτικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπονόμευση 2. μτφ. αυτός που έχει χαρακτήρα υπονόμευσης ή αποβλέπει σε αυτήν («πλήθος υπονομευτικών ενεργειών εμπόδισαν την ολοκλήρωση τού έργου του»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υπονομεύω. Η λ. μαρτυρείται από το …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • υποσκαπτικός — ή, ό, Ν [υποσκάπτω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποσκαφή 2. υπονομευτικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”